πραξικοπηματικός

πραξικοπηματικός
η , ό[ν]
1) относящийся к государственному перевороту; 2) противозаконный, антиконституционный; самовольный, произвольный (чаще о внезапных действиях);

πραξικοπηματικόςή ενέργεια — противозаконный, произвольный акт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πραξικοπηματικός" в других словарях:

  • πραξικοπηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πραξικόπημα 2. αυτός που γίνεται με πραξικόπημα («πραξικοπηματική αλλαγή»). επίρρ... πραξικοπηματικώς και πραξικοπηματικά με τρόπο πραξικοπηματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραξικόπημα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • πραξικοπηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται σε πραξικόπημα ή γίνεται με πραξικόπημα: Πραξικοπηματική ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αποστόλης — I Επώνυμο οικογένειας λογίων των υστεροβυζαντινών χρόνων. 1. Αρσένιος (Χάνδακας, Κρήτη 1468 – Βενετία 1535). Ήταν γιος του επίσης διαπρεπούς λογίου Μιχαήλ A. (βλ. 2.), του οποίου κληρονόμησε όχι μόνο το φιλολογικό ταλέντο, αλλά και τον βίαιο και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»